συγγενικῶν

συγγενικῶν
συγγενικός
congenital
fem gen pl
συγγενικός
congenital
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειλάς — Μοναχός από τα Κύθηρα, συγγραφέας έργου με τον τίτλο Χρονικό περί του εν Κυθήροις μοναστηρίου του Αγίου Θεοδώρου, που περιέχει πολλές πληροφορίες για το νησί στα χρόνια της βενετοκρατίας (Βενετία, 1868). * * * ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν ο… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Κόζα — ή Ξόζα, οι εθνολ. ομάδα συγγενικών φύλων που παλαιότερα ήταν γνωστά με την ονομασία Κάφροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Xhosa, ονομ. φύλου τής Αφρικής στη γλώσσα Νγκόνι Μπαντού] …   Dictionary of Greek

  • Σενούφο — οι, Ν εθνολ. ομάδα στενά συγγενικών λαών που ζουν στο βόρειο τμήμα τής Ακτής τού Ελεφαντοστού και στο νοτιοανατολικό Μάλι …   Dictionary of Greek

  • Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… …   Dictionary of Greek

  • άκαν — Ονομασία μιας ομάδας συγγενικών λαών που ζουν κυρίως στην Γκάνα, καθώς και σε περιοχές της νοτιοανατολικής Ακτής του Ελεφαντοστού. Οι Α. της Γκάνα αριθμούν πάνω 7.500.000. Οι Α. μιλούν γλώσσες του κλάδου Τβα, της υποοικογένειας Κβα και χωρίζονται …   Dictionary of Greek

  • αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… …   Dictionary of Greek

  • ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”